μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
δηλαδή — (AM δηλαδὴ και δῆλα δὴ) επίρρ. μσν. νεοελλ. (ως επεξηγηματικό) ήτοι, τουτέστιν νεοελλ. 1. (με έννοια συλλογιστική) βεβαίως λοιπόν, είναι λοιπόν φανερό («συνέχεια υπόσχεσαι και ποτέ δεν κρατάς τις υποσχέσεις σου δηλαδή με ειρωνεύεσαι») 2. ώστε… … Dictionary of Greek
ημέν — ἠμέν (Α) (συμπλεκτικός σύνδ. που συνδυάζεται με το ηδέ) (σπαν. ακολουθείται από το δε ή το τε, συν. ακολουθείται από το και) και... και, τόσο... όσο, και... («ἠμὲν θεόν ἠδὲ καὶ ἄνδρα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἦ (Ι) «βεβαίως» + μεν παραλλαγή τού… … Dictionary of Greek
θην — θήν (Α) (επικ. και δωρ. εγκλιτ. μόριο, σπάν. στους τραγ.) 1. (συν. ειρων.) τώρα βεβαίως, τώρα δα λοιπόν («λείψετέ θην νέας» ώστε τώρα λοιπόν θ αφήσετε τα πλοία, Ομ. Ιλ.) 2. (με επίταση) φρ. α) «ἧ θην» πολύ αληθινά, κατ αλήθειαν β) «οὔ θην»… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
ου θην — οὔ θην, οὔ θην δή (Α) επίρρ. (ποιητ. τ.) βεβαίως όχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐ (Ι) + μόριο θήν «τώρα, βεβαίως»] … Dictionary of Greek
ου μέντοι — oὐ μέντοι (ΑΜ) βεβαίως όχι, βεβαίως δεν, αληθινά όχι («οὐ μέντοι ἐγὼ τόσον αἴτιός εἰμι, ὅσσον οἱ ἄλλοι πάντες», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (σε ερώτηση) μήπως όχι; μήπως δεν είναι έτσι; («είπέ μοι,... οὐκ ἐνθένδε μέντοι ποθέν», Πλάτ.) 2. (και με άλλα μόρια) … Dictionary of Greek
ου μεν ουν — οὐ μὲν οὖν (ΑΜ, Α και οὐμενοῡν) (εισάγει αρνητική έκφραση σε αποκρίσεις, καθώς και για αντιλογία ή διόρθωση φράσης που προελέχθη ή εισήγησης) βεβαίως όχι, βεβαίως δεν, λοιπόν όχι αρχ. οὐμενοῡν... γε όμως όχι τουλάχιστον, όμως όχι λοιπόν,… … Dictionary of Greek